συνωθοῦμαι

συνωθοῦμαι
συνωθέω
force together
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)
συνωθέω
force together
pres ind mp 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συνωθούμαι — συνωθούμαι, συνωθήθηκα βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • συνωθώ — συνωθῶ, έω, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνωθῶ, έω, Α [ὠθῶ] 1. ωθώ, σπρώχνω πολλά πράγματα μαζί το ένα με το άλλο, στρυμώχνω 2. σπρώχνω κι εγώ μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον ή άλλους 3. (μέσ. και παθ.) συνωθούμαι και συνωθοῦμαι, έομαι συνωστίζομαι, στρυμώχνομαι …   Dictionary of Greek

  • αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • αμφιπεριστείνομαι — ἀμφιπεριστείνομαι (Α) πιέζομαι, συνωθούμαι από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + περιστείνομαι «στενεύομαι, πιέζομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ανειλώ — ἀνειλῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. 1. ξεδιπλώνω, ανοίγω 2. περιτυλίγω, στριμώχνω II. μέσ. 1. συνωθούμαι, συναθροίζομαι 2. περιορίζομαι, στενοχωρούμαι 3. (για γλώσσα) συμμαζεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ειλώ ( έω) «συνωθώ, συγκεντρώνω, τυλίγω». ΠΑΡ. αρχ …   Dictionary of Greek

  • απειλώ — (I) ἀπειλῶ ( έω) (Α) 1. κρατώ μακριά, απομακρύνω βίαια 2. ξετυλίγω, ξεδιπλώνω 3. παθ. α) πέφτω σε στενοχώρια β) συνωθούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + ειλέω (Ι) «συγκεντρώνω, πιέζω»]. (II) (AM ἀπειλῶ, έω) εκφοβίζω, φοβερίζω νεοελλ. παθ. επίκειμαι ως… …   Dictionary of Greek

  • διαγκωνίζομαι — (Α διαγκωνίζομαι) νεοελλ. 1. προσπαθώ σπρώχνοντας με τους αγκώνες να ανοίξω δρόμο για να περάσω 2. συνωστίζομαι, συνωθούμαι αρχ. στηρίζομαι στον αγκώνα …   Dictionary of Greek

  • εντριμώνομαι — (Μ ἐντριμώνομαι) συνωθούμαι, στριμώχνομαι («κι οι φτωχοί εντριμωνόντανε ομπροστά», Λασκαράτ.) …   Dictionary of Greek

  • επιβρίθω — ἐπιβρίθω (Α) 1. πέφτω επάνω σε κάτι με όλο μου το βάρος, πιέζω με το βάρος μου 2. (για βροχή) πέφτω ορμητικά («πόντῳ ἐπιβρίσασαι ἄελλαι») 3. (για λοιμό ή άλλο κακό) ενσκήπτω 4. (για πλούτο) συσσωρεύομαι 5. (για πλήθος) συνωθούμαι 7. (για εποχή)… …   Dictionary of Greek

  • επισυνδίδωμι — ἐπισυνδίδωμι (Α) (για ρεύμα) συνωθούμαι προς τα εμπρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + συνδίδωμι «συνεισφέρω, απλώνομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”